- κρυψίνοια
- η (Μ κρυψίνοια) [κρυψίνους]το να αποκρύπτει κάποιος τις σκέψεις ή τις πραγματικές του προθέσειςνεοελλ.συνεκδ. υποκρισία, προσποίηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek